δυσκολεύω — δυσκολεύω, δυσκόλεψα βλ. πίν. 17 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
δυσκολεύω — και δυσκολεύγω Ι. 1. καθιστώ κάτι δύσκολο, δυσχεραίνω 2. γίνομαι εμπόδιο, εμποδίζω 3. φέρνω αντιρρήσεις, αρνούμαι («αν τή ρεχτής και θέλης τη, ζιμιό να τσή μηνύσω, κι α δυσκολέψη, ζωντανή δε θε να τήν αφήσω», Ερωτόκρ.) 4. γίνομαι δύσκολος 5.… … Dictionary of Greek
δυσκολαίνω — (AM δυσκολαίνω) νεοελλ. 1. (μέσ. με εμπρόθ. προσδ.) δυσκολεύω, δυσκολεύομαι («δυσκολαίνομαι στη μελέτη μου», «όσο πάει και δυσκολαίνεται») 2. δυσκολεύω αρχ. 1. είμαι δύστροπος, δείχνω δυσαρέσκεια 2. προκαλώ δυσκολίες 3. (για επιχειρήματα) είμαι… … Dictionary of Greek
αδυσκόλευτος — η, ο [δυσκολεύω] 1. αυτός που δεν συναντά ή δεν συνάντησε δυσκολία 2. που γίνεται χωρίς δυσκολία, εύκολος 3. αυτός που δεν παρέχει δυσκολίες σε άλλους, καλόβολος … Dictionary of Greek
αναποδιάζω — [ανάποδα] Ι. (μτβ.) 1. γυρίζω τα επάνω προς τα κάτω, στρέφω κάτι ανάποδα, αναστρέφω 2. (για ρούχα) αντιστρέφω την κύρια όψη παρουσιάζοντας την ανάποδη 3. προξενώ εμπόδια, δυσκολεύω μια κατάσταση 4. επιφέρω σύγχυση, «τά κάνω άνω κάτω» 5. αλλάζω,… … Dictionary of Greek
χαλέπτω — Α [χαλεπός] 1. προκαλώ δυσχέρειες, δυσκολεύω («θεῶν ὅστις σὲ χαλέπτει», Ομ. Οδ.) 2. παροργίζω, εξερεθίζω κάποιον 3. (αμτβ.) εξοργίζομαι, αγανακτώ … Dictionary of Greek
δυσχεραίνω — δυσχέρανα, δυσκολεύω: Οι κατολισθήσεις στο δρόμο δυσχέραναν την επικοινωνία των δύο γειτονικών χωριών … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
περιπλέκω — περίπλεξα, περιπλέχτηκα, περιπλεγμένος, μπλέκω, μπερδεύω, δυσκολεύω, εμποδίζω: Η υπόθεση περιπλέχτηκε άσχημα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)